ζαλικώνω

ζαλικώνω
και ζαλιγκώνω [ζαλίκι]
1. φορτώνω
2. μέσ. ζαλικώνομαι και ζαλιγκώνομαι και -ουμαι
α) φορτώνομαι, μεταφέρω βάρος στην πλάτη μου
β) μτφ. φορτώνομαι οικονομικά ή ηθικά βάρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζαλικώνω — ζαλικώνω, ζαλίκωσα βλ. πίν. 3 και πρβλ. ζαλώνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζαλικώνω — ζαλίκωσα, ζαλικώθηκα, ζαλικωμένος 1. μτβ., φορτώνω κάποιον. 2. αμτβ., σηκώνω φορτίο από ξύλα στους ώμους μου: Η γριά ζαλικώθηκε τα ξύλα και κατέβηκε στο χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζαλίκωτος — (I) η, ο [ζαλικώνω] 1. αυτός που δεν έχει στην πλάτη του ζαλίκι, φορτίο, ο αζάλωτος* 2. ο χωρίς οικογενειακά βάρη, άγαμος. (II) η, ο [αζαλικώνομαι] αυτός που δεν αζαλικώθηκε, δεν έπαθε ο αζάλικάς του …   Dictionary of Greek

  • ζαλιγκώνω — [ζαλίγκα] βλ. ζαλικώνω …   Dictionary of Greek

  • ζαλώνω — ζαλώθηκα, ζαλωμένος, βλ. ζαλικώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”